- ψυχικός
- -ή, -ό / ψυχικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ψυχή]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή (α. «ψυχικό σθένος» β. «ψυχικὴ δύναμις», Πλούτ.)νεοελλ.φρ. α) «ψυχική οδύνη»(νομ.) είδος αποζημιωτέας ηθικής βλάβης, που επιφέρει ο ψυχικός πόνος από τη θανάτωση ενός προσώπου υπό συνθήκες αδικοπραξίας στα μέλη τής οικογένειάς τουβ) «ψυχική επαφή»(ψυχολ.) βλ. επαφήγ) «ψυχική διάθεση»(ψυχολ.) το θυμικόδ) «ψυχική νόσος»(ιατρ.-ψυχολ.) καθεμιά από τις νόσους τού εγκεφάλου με συμπτώματα που αφορούν κυρίως την συμπεριφορά, από τις νόσους τής προσωπικότητας που εκδηλώνονται με μη φυσιολογική συμπεριφορά και από τις νόσους που εμφανίζουν κοινωνικές αποκλίσεις τής συμπεριφοράςε) «ψυχικό τραύμα» — βλ. τραύμαστ) «βρασμός ψυχικής ορμής»(ποιν. δίκ.) η κατά τη λήψη τής απόφασης προς τέλεση εγκλήματος, ή κατά την εκτέλεσή της, ψυχική κατάσταση τού δράστη η οποία αποκλείει τη σκέψηζ) «ψυχικές έρευνες»(παλαιότερα) η παραψυχολογίαη) «ψυχική αποξένωση»(ψυχολ.) κατάσταση ενός υποκειμένου, οι διανοητικές ικανότητες τού οποίου έχουν σοβαρά διαταραχθεί με αποτέλεσμα να μην τού επιτρέπουν πλέον να διάγει ζωή συμβατή με την κοινωνική ζωήθ) «ψυχική ορμή»(ποιν. δίκ.) αιφνίδια υπερδιέγερση ορισμένου συναισθήματος που επιφέρει διατάραξη τής συνείδησης και συνιστά, ως εκ τούτου, λόγο αποκλείσεως τού καταλογισμούι) «ψυχικός κόσμος» — ο ψυχισμόςνεοελλ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. βλ. ψυχικόμσν.-αρχ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υλική ζωή («ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῡ Πνεύματος τοῡ Θεοῡ», ΚΔ)αρχ.1. (αμφβλ. σημ.) ψυκτικός2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ψυχικοίυβριστικὴ ονομασία που δινόταν από τους Μοντανιστές στους καθολικούς χριστιανούς («μὴ τοίνυν ψυχικοὺς ἐν ὀνείδους μέρει λεγόντων ἡμᾱς οἱ προειρημένοι, ἀλλὰ καὶ οἱ Φρύγες», Κλήμ. Αλ.)3. φρ. «πνεῡμα ψυχικόν» — η δύναμη, η πνοή τής ζωής (Πλούτ.).επίρρ...ψυχικώς / ψυχικῶς, ΝΜΑ, και ψυχικά Νως προς την ψυχή, κατά την ψυχή, με την ψυχήαρχ.1. στα βάθη τής καρδιάς, ενδόμυχα2. ως προς τα ψυχικά αισθήματα.
Dictionary of Greek. 2013.